1.1.1. Από τον «ψηφιακό γραμματισμό » στους «ψηφιακούς γραμματισμούς»

1.1.1. Από τον «ψηφιακό γραμματισμό » στους «ψηφιακούς γραμματισμούς»  

Ο όρος «ψηφιακός γραμματισμός» (“digital literacy”) δημιουργήθηκε από τον Paul Gilster (1997, σελ. 2), έναν Αμερικάνο συγγραφέα σε θέματα αεροδιαστημικής και τεχνολογίας, που αναφέρεται σε αυτό σαν μια λογική προέκταση του γραμματισμού και το προσδιόρισε πριν 23 χρόνια σαν «την ικανότητα να κατανοήσουμε και να χρησιμοποιήσουμε την ψηφιοποιημένη τεχνολογία». Η έννοια έχει ευρέως συζητηθεί καθ’ όλη την διάρκεια του 1990 και έχει επεκταθεί, χτίζοντας πάνω σε συζητήσεις «οπτικού γραμματισμού» (χρήση συμβόλων και εικόνων χωρίς κείμενο για να κατανοήσουμε την γνώση); «τεχνολογικού γραμματισμού» (η ικανότητα χρήσης μιας συγκεκριμένης τεχνολογίας ή τεχνολογιών); «γραμματισμός σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές» (αναπτύχθηκε την δεκαετία του 1980 σαν απάντηση στην προώθηση προσωπικών ηλεκτρονικών υπολογιστών, περιγράφοντας τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές σαν ένα μέσο που μπορεί να οδηγήσει στην επίτευξη συγκεκριμένων αποτελεσμάτων); και «πληροφοριακό γραμματισμό» (σχετίζεται με την εύρεση, αξιολόγηση, χρήση, και κοινοποίηση πληροφοριών) (Belshaw 2011, Patti 2020). Τα τελευταία χρόνια συμπεριλαμβάνεται και ο «μετά-γραμματισμός», όπως και άλλες σχετικές λειτουργίες που βοηθούν στην αξιολόγηση κοινωνικών και ηθικών ζητημάτων στον ψηφιακό κόσμο που ζούμε (Jacobson et al, 2019).

Οι ορισμοί και οι απόψεις είναι αμέτρητες αλλά όπως είπε η Heitin (2016) με ξεκάθαρο και κατανοητό τρόπο: «Σίγουρα, η γραφή και η ανάγνωση είναι ακόμα στο επίκεντρο του ψηφιακού γραμματισμού. Αλλά βάσει των νέων και συνεχώς μεταβαλλόμενων τρόπων που χρησιμοποιούμε την τεχνολογία για να πάρουμε και να μεταδώσουμε πληροφορίες, ο ψηφιακός γραμματισμός περιιλαμβάνει μια ευρύτερη ποικιλία δεξιοτήτων – τα πάντα από διαβάζοντας στο Kindle, στο να καθορίζουμε την εγκυρότητα μιας ιστοσελίδας, ή στην δημιουργία και δημοσιοποίηση ενός βίντεο στο YouTube». Οι «ψηφιακοί γραμματισμοί» διαφέρουν από τους «αναλογικούς γραμματισμούς» επειδή τα ψηφιακά εργαλεία γκρεμίζουν τα καθιερωμένα εμπόδια του τόπου και χρόνου και μας επιτρέπουν να αναμείξουμε μεταξύ τους εργαλεία με μεγαλύτερη ελευθερία (Jones & Hafner, 2012).

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αναφέρεται στον ψηφιακό γραμματισμό ως «ψηφιακή ικανότητα», όπου η ικανότητα προσδιορίζεται σαν ένας συνδυασμός γνώσεων, δεξιοτήτων και συμπεριφορών που αναλογούν στις περιστάσεις. Βάσει της 2006 Ευρωπαϊκής Σύστασης σε Σημαντικές Ικανότητες (Official Journal L 394 of 30.12.2006), ο ψηφιακός γραμματισμός αναγνωρίζεται ως μία από τις 8 πιο σημαντικές ικανότητες της Διά Βίου Μάθησης. Όπως έχει αναφερθεί από τoν Yves Punie στον πρόλογο της αναφοράς DIGCOMP: «Η Ψηφιακή Ικανότητα μπορεί να χαρακτηριστεί ευρέως ως η χρήση της Τεχνολογίας Πληροφοριών και Επικοινωνιών (ICT) με αυτοπεποίθηση, κρητική και δημιουργικότητα για την επίτευξη στόχων σε θέματα εργασίας, απασχολησιμότητας, μάθησης, ελεύθερου χρόνου, συμπερίληψης και/ή συμμετοχής στην κοινωνία. Η ψηφιακή ικανότητα είναι κομβικής σημασίας καθώς μας επιτρέπει να αποκτήσουμε άλλες σημαντικές ικανότητες (π.χ. γλωσσολογία, μαθηματικά, η μάθηση της γνώσης, κοινωνική επίγνωση). Σχετίζεται με πολλές δεξιότητες του 21ου αιώνα που πρέπει να αποκτήσουν όλοι οι πολίτες, για να εξασφαλίσουν την ενεργή συμμετοχή τους στην κοινωνία και οικονομία» (Ferrari, 2013).

Σύμφωνα με την δομή του DIGCOMP, οι τομείς της ψηφιακής ικανότητας ή του ψηφιακού γραμματισμού είναι οι ακόλουθοι:

  1. Πληροφορίες: ταυτοποίηση, εντοπισμός, ανάκτηση, φύλαξη, οργάνωση και ανάλυση ψηφιακών πληροφοριών, κρίνοντας την σχετικότητα και τον σκοπό τους.
  2. Επικοινωνία: επικοινωνία σε διαδικτυακό περιβάλλον, κοινοποίηση και ανταλλαγή πηγών μέσω διαδικτυακών εργαλείων, σύνδεση με άλλους και συνεργασία μέσω διαδικτυακών εργαλείων, αλληλεπίδραση με και συμμετοχή σε κοινότητες και δίκτυα, διαπολιτισμική ευαισθητοποίηση.
  3. Δημιουργία περιεχομένου: Δημιουργία και επεξεργασία καινούργιου περιεχομένου (από επεξεργασία λέξεων σε εικόνες και βίντεο); ενσωμάτωση και επεξεργασία προηγούμενης γνώσης και υλικού; παραγωγή δημιουργικών εκφράσεων, παραγωγή πολυμέσων και προγραμματισμού; διαχείριση και εφαρμογή πνευματικής ιδιοκτησίας δικαιωμάτων και αδειών.
  4. Ασφάλεια: προσωπική προστασία, προστασία δεδομένων, προστασία ψηφιακής ταυτότητας, μέτρα προστασίας, ασφαλής και βιώσιμη χρήση.
  5. Επίλυση προβλημάτων: ταυτοποίηση ψηφιακών αναγκών και πόρων, να παίρνονται τεκμηριωμένες αποφάσεις για το ποια είναι τα πιο κατάλληλα ψηφιακά εργαλεία βάση των σκοπών ή αναγκών, λύση εννοιολογικών προβλημάτων με ψηφιακούς τρόπους, χρήση τεχνολογίας με δημιουργικότητα, λύση τεχνικών προβλημάτων.

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια οι προσπάθειες να περιγράψουμε τον ψηφιακό γραμματισμό στον ενικό αριθμό ήταν πρόκληση, και έτσι ανοίχτηκε ο δρόμος στον πλουραλισμό των «ψηφιακών γραμματισμών» (Ng, 2012 & Street, 1995). Ως αποτέλεσμα, η χρήση του πληθυντικού εκφράζει τα πολλά πρόσωπα του γραμματισμού σε αυτή την μοντέρνα τεχνολογική εποχή, περιλαμβάνοντας γνωστικές, τεχνικές και κοινωνικό-συναισθηματικές δεξιότητες. Τις πλείστες φορές, ο όρος χρησιμοποιείτε κυρίως στο πλαίσιο της παιδείας στα μέσα επικοινωνίας και των ψηφιακών ικανοτήτων που υπάρχουν σε εθνικά προγράμματα σπουδών, αναφερόμενος στην ικανότητα μας να χρησιμοποιήσουμε αποτελεσματικά την τεχνολογία που έχουμε στην διάθεση μας. Σχολιάζοντας την Jill Castek, μια επίκουρο καθηγήτρια έρευνας στο “Literacy, Language, and Technology Research Group” στο Portland State University, η Heitin (2016) γράφει πως «η έννοια πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν στον πληθυντικό – ψηφιακοί γραμματισμοί – επειδή ο όρος υπονοεί πολλαπλές ευκαιρίες για να ελέγξει ψηφιακά κείμενα, εργαλεία, και πολυτροπικές αναπαραστάσεις για σχέδιο, δημιουργία, παιχνίδι, και επίλυση προβλημάτων». Με την ευρύτερη έννοια, οι ψηφιακοί γραμματισμοί είναι οι δεξιότητες, γνώσεις και ικανότητες που απαιτούνται και αποκτούνται με πολλαπλούς τρόπους, έτσι ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να συμμετέχουν αποτελεσματικά και υπεύθυνα στην ψηφιακή κοινωνία που αλλάζει συνεχώς.