1.1.2 Θεωρίες μάθησης και ψηφιακή παιδαγωγία

1.1.2 Θεωρίες μάθησης και ψηφιακή παιδαγωγία

Όταν ένας επαγγελματίας, εκπαιδευτικός ή δάσκαλος που τελείωσε τις σπουδές του πριν δέκα ή περισσότερα χρόνια μπει σε μια τάξη του σήμερα είναι πολύ πιθανόν να έρθουν αντιμέτωποί με ένα πολύ διαφορετικό μαθησιακό περιβάλλον από αυτό που γνώριζαν οι ίδιοι όταν ήταν μαθητές, καθώς η διδασκαλία και η μάθηση έχουν αλλάξει ριζικά. Κατ’ ακρίβεια, τα τελευταία περίπου τριάντα χρόνια, «η μάθηση» έχει γίνει μια από τις πιο χρησιμοποιημένες λέξεις στον τομέα της εκπαίδευσης. Όπως εξηγείται από Smith (1999-2020), «η εκπαίδευση ενηλίκων έχει γίνει δια βίου μάθηση; οι μαθητές έχουν γίνει μαθητευόμενοι, οι δάσκαλοι έχουν γίνει διαμεσολαβητές της γνώσης; το σχολείο είναι τώρα ένα μαθησιακό περιβάλλον; τα μαθησιακά αποτελέσματα παρακολουθούνται πολύ προσεχτικά» και όλα αυτά οφείλονται εν μέρη στην εξατομίκευση νεοφιλελεύθερων πολιτικών μαζί με τη συμβολή των εξελίξεων στη θεωρία της μάθησης.

Τι όμως σημαίνει «μάθηση» για τον κάθε ένα από εμάς; Και τι σημαίνει να μαθαίνουμε σε αυτή την ψηφιακή εποχή; Και πώς μαθαίνουμε για την μάθηση; Σε αντίθεση με το τι μπορεί να πιστεύει κάποιος, δεν μοιραζόμαστε όλοι την ίδια αντίληψη για την διαδικασία εκμάθησης. Ο Roger Säljö (1979) είναι ένας Σουηδός εκπαιδευτικός ψυχολόγος και ερευνητής, που έχει μελετήσει αυτό το θέμα, και έκανε έρευνα με άτομα που είχαν πολύ διαφορετικές μαθησιακές εμπειρίες, και έτσι έχει προσδιορίσει πέντε διαφορετικές αντιλήψεις σχετικά με την διαδικασία εκμάθησης:

  1. Η μάθηση ως ποσοτική αύξηση στην γνώση (αυξάνουμε την ποσότητα πληροφοριών που αποτελεί τη βάση γνώσης μας).
  2. Η μάθηση σαν απομνημόνευση και αναπαραγωγή (καταγράφουμε πληροφορίες που μπορούμε να ανακαλέσουμε και να χρησιμοποιήσουμε).
  3. Η μάθηση ως μέσο επίτευξης ενός σκοπού, απόκτησης δεδομένων, δεξιοτήτων, μεθόδων, κτλ. (που μπορούμε να κρατήσουμε και/ή να χρησιμοποιήσουμε στην πράξη όταν χρειαστεί).
  4. Η μάθηση για να κατανοούμε ή να σκεφτόμαστε ξεχωριστά το νόημα (προσπαθούμε να καταλάβουμε το «κρυμμένο νόημα» των πραγμάτων).
  5. Η μάθηση σαν μια επεξηγηματική διαδικασία για να κατανοήσουμε την πραγματικότητα με διαφορετικό τρόπο (προσπαθούμε να κατανοήσουμε τον κόσμο με το να δώσουμε μια νέα ερμηνεία στην γνώση.)

Στα χρόνια που ακολούθησαν, πολλές άλλες μελέτες εξερεύνησαν την ιδέα της μάθησης σε διαφορετικά κοινά, βρίσκοντας ακόμη περισσότερες αντιλήψεις γύρω από αυτήν, π.χ. η μάθηση σαν προσωπική εκπλήρωση, που αλλάζει ένα άτομο, σαν καθήκον, σαν μια διαδικασία που δεν περιορίζεται από τον χρόνο ή ένα γενικό πλαίσιο, ή σαν ανάπτυξη κοινωνικής ικανότητας (Purdie & Hattie, 2002).

Για να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα, σε μια προσπάθεια να συνοψίσουμε τις πέντε βασικές θεωρίες μάθησης α) του συμπεριφορισμού, β) της γνωστικότητας, γ) του ανθρωπισμού, δ) του κονστρουκτιβισμού, και ε) της κοινωνικής γνωστικής θεωρίας, η ακόλουθη παραστατική παρουσίαση παρέχεται από τους Merriam & Bierema (2014, όπως αναφέρεται από Smith, 1999-2020).

Ως επίγνωση του πως έχει μετασχηματιστεί ο γραμματισμός, θεμελιώδης αλλαγές στον παιδαγωγικό γραμματισμό αναπτύσσονται. Στην εποχή των ψηφιακών γραμματισμών, οι εκπαιδευτικοί δεν είναι πλέον οι «ειδικοί» αλλά μάλλον οι συν-δημιουργοί της γνώσης, μαζί με τους μαθητευόμενους. Ως αποτέλεσμα, οι δραστηριότητες που γίνονται στην τάξη είναι εντελώς διαφορετικές, η θεωρία είναι ενσωματωμένη στην πρακτική και η ουσία είναι η δημιουργία «νέων δραστηριοτήτων σε νέα μέσα» και να υπάρχει νέα οπτική στην σχέση δάσκαλου-μαθητή. Η επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών είναι πολύ σημαντική στην επίτευξη της ψηφιακής παιδαγωγίας και αυτό απαιτεί μεταρρύθμιση προγραμμάτων όπου ο ψηφιακός γραμματισμός θα βασίζεται σε σχετικά πλαίσια, συνεργασία, και πολυτροπικά μέσα, δημιουργώντας έτσι και προωθώντας νέες κοινότητες πρακτικής στην ψηφιακή εποχή (Ortlieb et al, 2018). Το να είναι κάποιος επαγγελματίας ή εκπαιδευτικός σε ένα περιβάλλον «ψηφιακών γραμματισμών» σημαίνει πως είναι και δια βίου μαθητευόμενος.

Milton και Vozzo (2013, σελ. 76-77) επισημαίνουν ότι «η ψηφιακή παιδαγωγία συμπεριλαμβάνει πολλές αναμφισβήτητες αλλαγές σε σχέση με την παραδοσιακή παιδαγωγία και έχει περισσότερα κοινά με μια προσέγγισε κονστρουκτιβισμού, όπου οι μαθητευόμενοι δημιουργούν την δική τους γνώση σε ένα κοινωνικό περιεχόμενο. Ωστόσο, η ψηφιακή παιδαγωγία συμπεριλαμβάνει και διδασκαλία σχετικά με και για μάθηση ψηφιακής τεχνολογίας. Η συν-δημιουργία γνώσης είναι πολύ σημαντική για την ψηφιακή παιδαγωγία. Η ψηφιακή τεχνολογία συμπεριλαμβάνει σχεδιασμό για μάθηση που είναι λιγότερο βασισμένη στο περιεχόμενο από την επίλυση προβλημάτων. Μπορεί να παρουσιάσει την γνώση ως κάτι προβληματικό παρά σαν κάτι καθορισμένο». Βασιζόμενοι στους Kent και Holdway (2009) και Luckin et al. (2009) οι συγγραφείς συνεχίζουν με το να αναφέρουν ότι η ψηφιακή παιδαγωγία (ή ακόμα καλύτερα «οι ψηφιακές παιδαγωγίες») προωθούν δεξιότητες σκέψης υψηλότερης τάξης που βοηθούν τους μαθητευόμενους όχι απλά να θυμούνται το περιεχόμενο αλλά να αποκτήσουν βαθιά αντίληψη των θεωριών; η ψηφιακή παιδαγωγία βοηθά στην ανάπτυξη κριτικής ανάλυσης, μεταγνωσίας και προβληματισμού, συχνά μέσο δημιουργίας, επεξεργασίας και δημοσίευσης στο διαδίκτυο, ενώ παράλληλα προωθεί την σύνδεση με τον ευρύτερο κόσμο (π.χ. με την χρήση τεχνολογιών ιστού 2.0 και κοινωνικής δικτύωσης). Καθώς όχι όλοι οι μαθητευόμενοι ξέρουν πως να χειρίζονται όλο το φάσμα των καινούργιων τεχνολογιών ή δεν έχουν καλές ικανότητες πλοήγησης, είναι σημαντικό να βοηθηθούν οι επαγγελματίες στο πως να αναγνωρίζουν, να ψάχνουν, να αξιολογούν, να αναλύουν και να χρησιμοποιούν με αποτελεσματικό τρόπο τις τεράστιες ποσότητες δεδομένων και πληροφοριών που μας περιτριγυρίζουν στην ψηφιακή εποχή.