Όπως έχουμε περιγράψει προηγουμένως στο 1ο Μάθημα «Ψηφιακοί Γραμματισμοί: Από που Πηγάζει αυτή η Ιδέα;» ξεκινήσαμε να εξερευνάμε την ιδέα των ψηφιακών γραμματισμών από μία οριστική, παιδαγωγική, και θεωρητική προοπτική. Ξεκινήσαμε να εξερευνάμε πως αυτός ο τομέας πρακτικής έχει εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια λόγω της καινοτομίας στην τεχνολογία, των προοδευτικών αντιλήψεων για τον ρόλο του μαθητευόμενου στην εκπαίδευση, και των αλλαγών σε εξωτερικούς παράγοντες όπως η παγκόσμια πανδημία και το αυξημένο χάσμα στην οικονομία; όλα αυτά έχουν ένα τεράστιο αντίκτυπο στον τομέα της μάθησης. Ωστόσο, είναι σημαντικό να εξερευνήσουμε παράλληλα τις αλλαγές των ρόλων και τοπίων που επηρεάζουν τους εκπαιδευτικούς, ιδιαίτερα όσων εμπλέκονται στην μάθηση γραφής και ανάγνωσης.
«Η γνώση γραφής και ανάγνωσης είναι η ικανότητα αναγνώρισης, κατανόησης, ερμηνείας, δημιουργίας, επικοινωνίας, υπολογισμού και χρήσης έντυπου υλικού που σχετίζεται με ποικίλα περιεχόμενα. Περιλαμβάνει συνεχόμενη μάθηση και επιτρέπει στα άτομα να επιτύχουν τους στόχους τους, να αναπτύξουν τις γνώσεις και τις δυνατότητες τους, και να συμμετάσχουν πλήρως στην κοινότητα τους και στην ευρύτερη κοινωνία» (Education for All, Global Monitoring Report, UNESCO, 2006).
Όπως έχει επισημανθεί προηγουμένως, υπάρχουν πολλοί θεμελιώδης τομείς που μπορούμε να εστιάσουμε στον τομέα της μάθησης, συμπεριλαμβανομένου της οπτικής μάθησης, της τεχνολογικής μάθησης, της ηλεκτρονικής μάθησης, και της μάθησης πληροφοριών; για να αναφέρουμε μερικά (Belshaw 2011), ωστόσο, είναι πλέον κοινά αναγνωρισμένο ότι ο παραδοσιακός ρόλος των εκπαιδευτικών στην παροχή μάθησης γραφής και ανάγνωσης αλλάζει. Παραδοσιακά, οι εκπαιδευτικοί γραφής και ανάγνωσης θεωρούνταν υπεύθυνοι για την παροχή μαθημάτων που επικεντρώνονταν σε παραδοσιακές μορφές εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης να επικεντρωθούν στην παροχή βασικών μαθημάτων ανάγνωσης και γραφής που υποστηρίζουν τον εκπαιδευόμενο να λειτουργεί στην καθημερινή του ζωή (Barton, 1998). Η εκπαίδευση γραφής και γραμματισμού δεν περιστρέφεται γύρω από την απομνημόνευση προτάσεων, λέξεων ή συλλαβών, ή την εμπλοκή με την ιδέα Freirean όπου οι μαθητές είναι μεταφορικά κουτιά όπου οι δάσκαλοι τοποθετούν μέσα γνώση (‘banking education’) αλλά πρέπει να επικεντρωθούμε σε «μια συμπεριφορά δημιουργίας και αναδημιουργίας, μια αυτό-μεταμόρφωση που παράγει μια στάση παρέμβασης στο πλαίσιο κάποιου» (Freire, 1972). Οι δάσκαλοι και εκπαιδευτές δεν θεωρούνται πια ως «ειδικοί» και οι μαθητές σαν άδεια δοχεία; ο εκπαιδευτικός έχει πλέον τον επιπρόσθετο ρόλο του ερευνητή, διαμεσολαβητή και προπονητή, ενώ ο μαθητευόμενος αναγνωρίζεται πλέον ως ένα άτομο που μπαίνει στον μαθησιακό χώρο με αφθονία γνώσεων και εμπειριών ζωής. Το 1984, ο Malcom Knowles, ο πατέρας της επιμόρφωσης ενηλίκων, εισηγήθηκε τέσσερις βασικές αρχές που μπορούν να εφαρμοστούν στην αγωγή ενηλίκων, αλλά και στην μάθηση γραφής και ανάγνωσης, όπως και στην μάθηση ψηφιακών γραμματισμών:
⮚ Οι ενήλικες πρέπει να παίρνουν μέρος στον σχεδιασμό και αξιολόγηση της διδασκαλίας τους;
⮚ Η εμπειρία πρέπει να παρέχει την βάση όλων των μαθησιακών δραστηριοτήτων;
⮚ Οι ενήλικες δείχνουν γενικά περισσότερο ενδιαφέρον σε μαθήματα που σχετίζονται άμεσα με την προσωπική τους ζωή;
⮚ Η επιμόρφωση ενηλίκων πρέπει να επικεντρώνεται σε ένα πρόβλημα παρά σε περιεχόμενο (Kearsley, 2010).