Πιο πάνω αναφέραμε ότι οι πρακτικές γραμματισμού είναι ποικίλες- οι πρακτικές ψηφιακού γραμματισμού έχουν προσθέσει μια ακόμη πιο σημαντική διάσταση στην ποικιλομορφία του τρόπου με τον οποίο διαβάζουμε και γράφουμε. Ενώ στη παρελθόν χρησιμοποιούσαμε στυλό και χαρτί, ή ίσως γραφομηχανή, τώρα έχουμε μια ολόκληρη σειρά από συσκευές για να επιλέξουμε, τηλέφωνα, ταμπλέτες, φορητοί υπολογιστές κλπ. και πέρα από αυτό πολλές διαφορετικές διεπιφάνειες (χειριστήριο επαφής, πληκτρολόγιο, ποντίκι, αναγνώριση φωνής, ψηφιακά στυλό) και πολλές διαφορετικές εφαρμογές οι οποίες επηρεάζουν τον τρόπο που διαβάζουμε ή γράφουμε όταν τις χρησιμοποιούμε. Οπότε η γραφή μπορεί να πάρει διαφορετικές μορφές, από τον “παραδοσιακό” μηχανικό έλεγχο ενός στυλό, στη δακτυλογράφηση, χρήση οθόνης αφής και αναγνώριση ομιλίας. Ως επαγγελματίες, αν θέλουμε να ευδοκιμήσουμε, θα πρέπει να βρούμε τρόπους να ενσωματώσουμε αυτές τις διαφορετικές πρακτικές στα προγράμματα μαθημάτων μας και στις διδακτικές μας συνθήκες, και επίσης θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την ποικιλομορφία στις προτιμήσεις των μαθητών μας σε σχέση με αυτές τις πρακτικές.
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της ποικιλομορφίας των πρακτικών ψηφιακού γραμματισμού είναι ο τρόπος με τον οποίο οι ψηφιακοί γραμματισμοί έχουν δημιουργήσει τη δυνατότητα του η “γραφή” να γίνει κάτι περισσότερο από απλά την οργάνωση γραμμάτων και γλώσσας: τώρα μπορούμε εύκολα να “σχεδιάσουμε” το νόημα με τη χρήση άλλων τρόπων όπως για παράδειγμα εικόνες και ήχους, βίντεο και χρώμα. Οι Cope and Kalantzis (2000) το αποκαλούν πολυτροπικό σχεδιασμό. Σήμερα ακόμα και απλά κείμενα χρησιμοποιούν εικόνες ως τρόπο επικοινωνίας σημαντικών μηνυμάτων (δηλαδή δεν διακοσμούν απλά το κείμενο) και τα νοήματα που εμείς και οι άλλοι δημιουργούμε καθημερινά με τη χρήση μη-λεκτικών τρόπων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στη διαφήμιση και άλλες επικοινωνίες συχνά περιέχουν το μεγαλύτερο μέρος της σημειολογίας, του μηνύματος. Συνεπώς, είναι απαραίτητο οι επαγγελματίες να εργάζονται με όλες τις πτυχές των ψηφιακών γραμματισμών με τους/τις μαθητές/τριες τους, με εικόνες και με λέξεις. Πρέπει να είμαστε εκπαιδευτικοί της επικοινωνίας, όχι μόνο της γλώσσας ή του γραμματισμού (Kress: 2012).
Αυτό επίσης υπονοεί ότι πρέπει να διευκολύνουμε τις ικανότητες των μαθητών μας στην επικοινωνία σε ένα κόσμο ποικιλομορφίας, και αυτό σημαίνει να τους στηρίζουμε για να κατανοήσουν τις διαφορές στη γλώσσα και το γραμματισμό. Όπως τονίζει ο Bill Cope (Cope and Kalantzis: 2019), όταν μιλούμε, η διαφορά βρίσκεται στην καρδιά της επικοινωνίας και με μια έννοια σε όλες τις επικοινωνίες, εξηγούμε τον εαυτό μας στους άλλους. Συνεπώς, η κοινωνικογλωσσική ποικιλομορφία πρέπει να απασχολεί εμάς και τους μαθητές μας, σε ένα πολύγλωσσο, πολυπολιτισμικό κόσμο, πως μιλούμε και επικοινωνούμε γραπτώς μεταξύ μας; Και ιδιαίτερα, πως αντιμετωπίζουμε και διαπραγματευόμαστε τη ποικιλομορφία ψηφιακά;