Η διαδικτυακή μάθηση θεωρείται ευρέως ως ένα είδος διδασκαλίας μέσω του διαδικτύου με σύγχρονο ή ασύγχρονο τρόπο και που μπορεί να λειτουργήσει μέσα από ένα αριθμό διαδικτυακών εργαλείων (Dabbagh and Bannan-Ritland, 2005). Η μέθοδος διαδικτυακής μάθησης θεωρείται μια από τις σημαντικότερες τάσεις σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης, ιδιαίτερα μετα τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν από την πανδημία Covid-19. Προβλέπεται ότι μέχρι το 2025, η ανάπτυξη της διαδικτυακής μάθησης θα αξίζει $325 δισεκατομμύρια παγκοσμίως (TechJury, 2020). Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους τα ηλεκτρονικά προγράμματα μάθησης έχουν γίνει δημοφιλής τρόπος μάθησης εξ αποστάσεως στην σημερινή εκπαίδευση. Για παράδειγμα, το διαδικτυακό περιβάλλον προσφέρει απρόσμενες ευκαιρίες για ανθρώπους που διαφορετικά θα είχαν περιορισμένη πρόσβαση στην εκπαίδευση καθώς και ένα νέο πρότυπο παράδειγμα για εκπαιδευτικούς κατά το οποίο δυναμικά μαθήματα υψηλής ποιότητας μπορούν να δημιουργηθούν από μια βολική τοποθεσία (Sadeghi, 2019). Σε πολλές περιπτώσεις η ευελιξία, το εύρος επιλογών, η αυτονομία/αυτοκαθοδήγηση, η απόκτηση γνώσης και δημιουργικότητας έχουν αναφερθεί ως μερικά από τα βασικά πλεονεκτήματα της ηλεκτρονικής μάθησης (SadeCornaway and Zorn-Arnold, 2016; Zare et al, 2016). Επιπρόσθετα, με εκτιμώμενο το 93% της επικοινωνίας να είναι μη-λεκτική, η διαδικτυακή εκπαίδευση φαίνεται να βοηθά τους/τις εκπαιδευόμενους/ες να εκφραστούν πιο ελεύθερα ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κοινωνικές κρίσεις δεν επηρεάζονται από φυσικές αλληλεπιδράσεις (Soraya et al, 2019).
Παρά την ανάπτυξη της διαδικτυακής μάθηση και τα πολλά της πλεονεκτήματα, υπάρχουν ακόμα κάποιες επίμονες προκλήσεις που είναι ιδιαίτερα εμφανείς στον τομέα της εκπαίδευσης. Μερικοί/ες εκπαιδευόμενοι/ες χωρίς αξιόπιστη διαδικτυακή σύνδεσή/ τεχνολογία δυσκολεύονται να συμμετέχουν στη διαδικασία και αυτό το κενό παρατηρείται σε ολόκληρες χώρες και μεταξύ εισοδηματικών τάξεων σε μια χώρα (Adnan and Anwar, 2020). Για παράδειγμα, σύμφωνα με το OECD, ενώ το 95% των μαθητών/τριων στην Αυστρία, Ελβετία και Νορβηγία διαθέτουν υπολογιστή για να χρησιμοποιήσουν για τις σχολικές τους εργασίες, αυτό το ποσοστό μειώνεται στο 34% για τους Ινδονήσιους/ες μαθητές/τριες (OECD, 2018). Για αυτούς/ες που έχουν πρόσβαση στην κατάλληλη τεχνολογία, υπάρχει επίσης το ζήτημα εάν η διαδικτυακή εκπαίδευση είναι όσο αποτελεσματική όσο η δια ζώσης εκπαίδευση. Για παράδειγμα, υπάρχει γενική ομοφωνία στο ότι απαιτείται ένα δομημένο περιβάλλον για την εκπαίδευση των παιδιών (ιδιαίτερα σε μικρότερες ηλικίες) και αυτό δεν είναι πάντα εφικτό με την διαδικτυακή μάθηση. Αυτό αποτελεί πρόκληση και για την ενήλικη εκπαίδευση. Η αναδυόμενη κουλτούρα “πάντα στο διαδίκτυο” έχει αποδειχθεί προβληματική καθώς έχει παρατηρηθεί να επηρεάζει τη διάρκεια προσοχής και συνεπώς διαταράζει τη συγκέντρωση των εκπαιδευόμενων κατά τη διάρκεια της ηλεκτρονικής μάθησης. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον η διαδικτυακή μάθηση τη σήμερον ημέρα αποτελεί τον κανόνα παρά την εξαίρεση, οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να ακολουθούν τις διαδικασίες της και να μπορούν να παραδώσουν ποιοτικά αποτελέσματα υπό αυτές τις συνθήκες.