Η ανάγκη της δυνατότητας προσαρμογής καθώς αλλάζουν οι καταστάσεις και η αυτοπεποίθηση στη μετάβαση από τον ένα ψηφιακό χώρο στον άλλο αποτελούν κύρια χαρακτηριστικά της εποχής μας. Σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένων και της εκπαίδευσης, η κατανόηση και υιοθέτηση των σύγχρονων και μελλοντικών τάσεων στον “ψηφιακό γραμματισμό” δεν θα είναι επιλογή αλλά αναγκαίο για την παροχή βασικών δεξιοτήτων και γνώσης για επιβίωση στον συνεχώς αυξανόμενο ψηφιακό κόσμο. Οι εκπαιδευτικοί είναι οι βασικοί μεσολαβητές στην προσπάθεια για τη συνεχή ενημέρωση σχετικά με τις τελευταίες εξελίξεις. Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να μπορούν να επιλέξουν τα πιο σχετικά στοιχεία από αυτές τις τάσεις για τους μαθητές τους και τα μαθήματά τους. Η ικανότητα αντιμετώπισης των ατομικών αναγκών των μαθητών/τριών καθώς δημιουργούνται και η αξιολόγηση του αντικτύπου της ψηφιακής μάθησης σε πραγματικό χρόνο και συνεχόμενα, είναι κριτικής σημασίας. Αυτό ισχύει επίσης και για την επαγγελματική και εκτενή προετοιμασία εκπαιδευτικού περιεχομένου, ούτως ώστε να συμβαδίζει με τους εκπαιδευτικούς στόχους των διαθέσιμων διαδικτυακών πόρων. Η χρήση όλων αυτών των τάσεων ως μέρος της μαθησιακής διαδικασίας πρέπει να αποφεύγει το πρόβλημα μπρόκολο καλυμμένο σε σοκολάτα, όπου η ουσία παραβλέπεται για χάριν της εμφάνισης, και να εξελιχθεί σε μια πρακτική βασισμένη σε επιτηδευμένες και ερευνητικές μεθόδους. Αν και όλα αυτά είναι ισχυρά εργαλεία για τους νέους τρόπους διδασκαλίας, μπορούν να αποβούν ακριβά και αναποτελεσματικά αν δεν χρησιμοποιηθούν κατάλληλα. Χρειάζεται μεγαλύτερο ποσό δεδομένων από πραγματικά σενάρια διδασκαλίας σε κάθε χώρα όπου χρησιμοποιείται πριν οποιεσδήποτε μεγάλες αναδιαμορφώσεις εκπαιδευτικών συστημάτων. Συνεπώς, αυτές οι τάσεις μπορεί να είναι ευλογία για το μέλλον της εκπαίδευσης αλλά μόνο μετά από εκτενή πιλοτικά προγράμματα όπου η εφαρμογή αυτών των τάσεων είναι πιο χρήσιμή.
Αφού οι αναφερόμενες τάσεις είναι πολύ επίμαχες και οι συνέπειες τους έχουν συζητηθεί εκτενώς, η συζήτηση μεταξύ των εκπαιδευτικών που είναι μέρος της κοινότητας ψηφιακής καινοτομίας πρέπει να συνεχίσουν με σκοπό όχι μόνο να διασαφηνίζουν το ρόλο τους στην εκπαίδευση αλλά και τη μορφή που η ιδία η εκπαίδευση παίρνει με αυτές τις τάσεις. Εν μέρει, αυτό επιβάλλεται για να μπορούν οι εκπαιδευτικοί να συμμετέχουν αποτελεσματικά στις επαναλαμβανόμενες συζητήσεις σχετικά με το εάν οι νέες τεχνολογίες θα αντικαταστήσουν ποτέ την συνεισφορά των ίδιων των εκπαιδευτικών (Chesser, 2012). Στη σημερινή εποχή, οι συζητήσεις οδεύουν προς την πραγματικότητα όπου η τεχνολογία είναι απλά ενισχυτική ή μια προσθήκη στη συνεισφορά του εκπαιδευτικού και ότι παρόμοια με τις αλλαγές στη βιομηχανία λόγω της αυτοματοποίησης, οι εκπαιδευτικοί τώρα θα είναι υπεύθυνοι/ες για την επίβλεψη των δραστηριοτήτων των μαθητών εξ αποστάσεως, δημιουργώντας ευέλικτες εκπαιδευτικές εμπειρίες και διαχειριζόμενοι/ες τις κοινωνικές ανάγκες των μαθητών σε να και δύσκολα περιβάλλοντα κοινωνικής μάθησης. Για να εκπαιδευτούν οι εκπαιδευτικοί σε αυτούς τους νέους ρόλους, τα εκπαιδευτικά συστήματα θα πρέπει να ενσωματώσουν αυτές τις τάσεις σε όλες τις φάσεις των διαδικασιών τους, να παρέχουν συνεχή διαχειριστική βοήθεια, ανατροφοδότηση και στήριξη σε συναδέλφους. Επιπρόσθετα, μεγαλύτερη συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα και μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς που μπορούν να αναπτύξουν πιο ενισχυμένα και ευέλικτα προγράμματα, μπορεί να αποτελέσει τον δρόμο προς το μέλλον, για να στηρίξει το όραμα για μια επανάσταση στη μάθηση μέσω του ψηφιακού γραμματισμού και ψηφιακής μάθησης.